- εξεικόνιση
- η1. η παράσταση με εικόνα, απεικόνιση.2. μτφ., πιστή περιγραφή, ζωηρή αφήγηση που αναπαριστά κάτι σαν να φαίνεται ζωγραφιστό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξεικόνιση — η (Μ ἐξεικόνισις και ἐξεικόνησις) [εξεικονίζω] απεικόνιση, ακριβής αναπαράσταση ή περιγραφή … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
εξεικονισμός — ο η εξεικόνιση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιερεμιάδα — η 1. θρηνολογία του προφήτη Ιερεμία. 2. μτφ., θρηνολόγημα, απαισιόδοξη εξεικόνιση μιας κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)